- ψηλόσωμος
- -η, -ο, Νβλ. υψηλόσωμος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
υψίκορμος — η, ο, Ν υψηλόκορμος, ψηλόσωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + κορμός. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Εστία] … Dictionary of Greek
υψηλόσωμος — και ψηλόσωμος, η, ο, Ν υψηλόκορμος, ψηλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < υψηλός + σωμος (< σώμα). Η λ. ὑψηλόσωμος, μαρτυρείται από το 1851 στον Ν. Δραγούμη] … Dictionary of Greek